- διαβολόσπαρμα
- διαβολόσπερμα τό дьявольское отродье, чёртово семя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολόσπαρμα — διαβολόσπαρμα, το και διαβολόσπερμα, το παιδί του διαβόλου, δύστροπο και ζωηρό παιδί: Δεν μπορεί να κουμαντάρει το γιο της, που είναι σωστό διαβολόσπερμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολόσπερμα — και διαβολόσπαρμα, το 1. γόνος διαβόλου 2. ο ανόσιος 3. ζωηρό και δύστροπο παιδί … Dictionary of Greek